Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
accessed
/ˈæk.ses/ = USER: πρόσβαση, προσεγγιστεί, πρόσβαση σε, προσβάσιμες, προσπελαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
accommodation
/əˌkɒm.əˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάλυμα, στέγαση, διευκόλυνση;
USER: κατάλυμα, στέγαση, καταλύματα, διαμονή, καταλυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
accounts
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
activate
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιήσετε, ενεργοποίηση, ενεργοποιήσει, ενεργοποιούν, ενεργοποιήστε
GT
GD
C
H
L
M
O
activating
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = ADJECTIVE: ενεργοποιητικός, ενεργοποιήση;
USER: ενεργοποιώντας, ενεργοποίηση, την ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, ενεργοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
active
/ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων;
USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
added
/ˈæd.ɪd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προστέθηκε, προστεθεί, προστιθέμενη, προστίθεται, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adding
/æd/ = NOUN: άθροιση;
ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών;
USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη
GT
GD
C
H
L
M
O
additions
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: προσθήκες, προσθηκών, τις προσθήκες, συμπληρώσεις, οι προσθήκες
GT
GD
C
H
L
M
O
address
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
administration
/ədˌmɪn.ɪˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: διαχείριση, διοίκησις, διαχείρησις;
USER: διαχείριση, χορήγηση, διοίκηση, διοίκησης, χορήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
aid
/eɪd/ = NOUN: βοήθεια, αρωγός, υπασπιστής;
VERB: βοηθώ;
USER: ενισχύσεις, βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
alignment
/əˈlaɪn.mənt/ = NOUN: ευθυγραμμία, παράταξη κατά σειρά, ευθυγράμμιση μηχανής προ συχνότητα, ευθυγράμμιση κυκλώματος προ συχνότητα;
USER: ευθυγραμμία, ευθυγράμμιση, ευθυγράμμισης, εναρμόνισης, την ευθυγράμμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allocate
/ˈæl.ə.keɪt/ = VERB: διανέμω, παρηχώ, κατανέμω, εντοπίζω σημείο, εντοπίζω θέση;
USER: διαθέσει, κατανέμουν, διαθέσουν, κατανείμει, κατανέμει
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
alongside
/əˌlɒŋˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μήκος της πλευράς, παραπλευρώς;
ADJECTIVE: πλευρισμένος;
USER: παράλληλα, παράλληλα με, μαζί με, μαζί, δίπλα
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alternate
/ˈɒl.tə.neɪt/ = ADJECTIVE: εναλλασσόμενος, αλληλοδιάδοχος;
VERB: εναλλάσσω, εναλλάσομαι;
USER: αναπληρωματικό, αναπληρωματικών, αναπληρωματικού, εναλλακτική, αναπληρωτή
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
amended
/əˈmend/ = VERB: τροποποιώ, διορθώ, διορθώνω;
USER: τροποποιήθηκε, όπως τροποποιήθηκε, τροποποιηθεί, τροποποιημένη, τροποποιείται
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analysing
/ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω;
USER: αναλύοντας, ανάλυση, την ανάλυση, ανάλυσης, αναλύει
GT
GD
C
H
L
M
O
analysis
/əˈnæl.ə.sɪs/ = NOUN: ανάλυση, ψυχανάλυση;
USER: ανάλυση, ανάλυσης, την ανάλυση, αναλύσεις, αναλύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
ap
= USER: ap, ΑΠ, ΑΡ, Αερολιμένας
GT
GD
C
H
L
M
O
approval
/əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία;
USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
GT
GD
C
H
L
M
O
approvals
/əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία;
USER: εγκρίσεις, εγκρίσεων, τις εγκρίσεις, εγκρίσεις που, εγκρίσεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
arrange
/əˈreɪndʒ/ = VERB: κανονίζω, διευθετώ;
USER: μεριμνήσει, κανονίσει, οργανώσει, φροντίσει, φροντίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
aspects
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: πτυχές, θέματα, πτυχών, τις πτυχές, πτυχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
assets
/ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν;
USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
attached
/əˈtætʃt/ = VERB: συνδέω, συνάπτω, προσδένω, ατροφώ, κατάσχω;
USER: επισυνάπτεται, επισυνάπτονται, που επισυνάπτεται, συνδεδεμένο, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
balloon
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
base
/beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
biggest
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μέγιστος;
USER: μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, το μεγαλύτερο, η μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
billing
/ˈbɪl.ɪŋ/ = VERB: τοιχοκολλώ διαφημιστικές αφίσες, στέλνω λογαριασμό;
USER: χρέωσης, τιμολόγηση, τιμολόγησης, χρέωση, χρέωσής
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
boy
/bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί;
USER: αγόρι, παιδί, αγοριού, αγόρι που, boy
GT
GD
C
H
L
M
O
bp
= USER: bp, ζβ, ΒΡ, σ.ζ., bp που
GT
GD
C
H
L
M
O
breaking
/brāk/ = VERB: σπάζω, παραβιάζω, δαμάζω, ρηγνύω, θραύω;
USER: σπάσιμο, σπάζοντας, το σπάσιμο, θραύση, ο οποίος
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
browser
/ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
budget
/ˈbʌdʒ.ɪt/ = NOUN: προϋπολογισμός;
VERB: προϋπολογίζω;
USER: προϋπολογισμός, προϋπολογισμού, προϋπολογισμό, του προϋπολογισμού, τον προϋπολογισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
buildings
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
buttons
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
USER: κουμπιά, πλήκτρα, κουμπιών, τα κουμπιά, πλήκτρων
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
calls
/kɔːl/ = NOUN: λεωφορείο;
USER: κλήσεις, κλήσεων, καλεί, ζητεί, ζητεί από
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
catalog
/ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος;
VERB: καταχωρώ σε κατάλογο, συντάσσω κατάλογο, καταγράφω;
USER: κατάλογος, κατάλογό, καταλόγου, κατάλογο, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
GT
GD
C
H
L
M
O
catalogs
/ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος;
USER: καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, τους καταλόγους
GT
GD
C
H
L
M
O
catalogue
/ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος, κατάλογος;
VERB: καταχωρώ σε κατάλογο, συντάσσω κατάλογο, καταγράφω;
USER: κατάλογος, κατάλογό, καταλόγου, κατάλογο, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
GT
GD
C
H
L
M
O
cells
/sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος;
USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του
GT
GD
C
H
L
M
O
centralize
/ˈsen.trə.laɪz/ = VERB: συγκεντρώνω;
USER: συγκέντρωση, συγκεντρώνουν, συγκεντρώνει, συγκεντρώσει, συγκεντρώνει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
chain
/tʃeɪn/ = NOUN: αλυσίδα, καδένα;
VERB: αλυσοδένω;
USER: αλυσίδα, αλυσίδας, της αλυσίδας, αλύσου, αλυσίδος
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
characteristics
/ˌkariktəˈristik/ = NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα;
USER: χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά που
GT
GD
C
H
L
M
O
characters
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
chart
/tʃɑːt/ = NOUN: διάγραμμα, πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία;
VERB: χαρτογραφώ;
USER: διάγραμμα, γράφημα, χαράξουμε, χαράξει, σχεδιάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
click
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί
GT
GD
C
H
L
M
O
client
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
codes
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
colors
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρωματιστά;
USER: χρώματα, χρωμάτων, τα χρώματα, χρώμα
GT
GD
C
H
L
M
O
combines
/kəmˈbaɪn/ = NOUN: συνδυασμός, θεριστική αλωνιστική μηχανή, καρτέλ, κοινοπραξία;
VERB: συνδυάζω, συνενώνω, συνδυάζομαι, ενώνω;
USER: συνδυάζει, συνδυάζει την, συνδυάζει τη, συνδυάζει το, συνδυάζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
committed
/kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε
GT
GD
C
H
L
M
O
compatible
/kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σύμφωνος, συμβιβάσιμος, εν αρμονία;
USER: συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβατών
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
connections
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, συνδέσεις με, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
corresponding
= ADJECTIVE: αντίστοιχος;
USER: αντίστοιχος, αντίστοιχη, αντιστοιχεί, αντίστοιχο, αντίστοιχες
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
county
/ˈkaʊn.ti/ = NOUN: κομητεία, επαρχία, δήμος, νόμος;
USER: κομητεία, επαρχία, νομός, κομητείας, νομό
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
covered
/-kʌv.əd/ = ADJECTIVE: σκεπαστός;
USER: καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, που, καλύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
creates
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργεί, δημιουργούν, δημιουργείται, προκαλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
cries
/kraɪ/ = NOUN: κραυγή, κλάμα, φωνή, κλαυθμός;
USER: κραυγές, κλαίει, φωνές, τις κραυγές, φωνάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
criteria
/krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο;
USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customizations
= USER: προσαρμογές, τις προσαρμογές, προσαρμογών, οι προσαρμογές, προσαρμοσμένες"
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
defined
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
delivery
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
demo
/ˈdem.əʊ/ = NOUN: διαδήλωση;
USER: διαδήλωση, demo, επίδειξης, δοκιμαστική, επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrate
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
depending
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
desktop
/ˈdesk.tɒp/ = USER: desktop, επιφάνεια εργασίας, επιτραπέζιο, στην επιφάνεια εργασίας, επιφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
detailed
/ˈdiː.teɪld/ = ADJECTIVE: λεπτομερής;
USER: λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομέρειες, λεπτομερών
GT
GD
C
H
L
M
O
details
/ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα;
USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της
GT
GD
C
H
L
M
O
determination
/dɪˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση;
USER: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση, προσδιορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
disable
/dɪˈseɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ανίκανο;
USER: απενεργοποίηση, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, απενεργοποίησης, απενεργοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
doctor
/ˈdɒk.tər/ = NOUN: γιατρός, διδάκτορας, δόκτορας;
VERB: ιατρεύω, θεραπεύω;
USER: γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
GT
GD
C
H
L
M
O
doctrine
/ˈdɒk.trɪn/ = NOUN: δόγμα, θεωρία;
USER: δόγμα, θεωρία, δόγματος, διδασκαλία, θεωρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
documents
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφα;
USER: έγγραφα, εγγράφων, εγγράφων που, των εγγράφων, των εγγράφων που
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drill
/drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα;
VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω;
USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
dtw
= USER: DTW, Οι DTW, εταιρείες DTW"
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
easier
/ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
eco
/iː.kəʊ-/ = USER: eco, οικολογικό, οικο, οικολογικά, οικολογική
GT
GD
C
H
L
M
O
editing
/ˈed.ɪt/ = VERB: εκδίδω, συντάσσω;
USER: επεξεργασία, μοντάζ, επεξεργασίας, την επεξεργασία, επεξεργάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
edition
/ɪˈdɪʃ.ən/ = NOUN: έκδοση;
USER: έκδοση, εκδόσεις, έκδοσης, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
effective
/ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων;
USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
effectively
/ɪˈfek.tɪv.li/ = USER: αποτελεσματικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, ουσιαστικά, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
effort
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
GT
GD
C
H
L
M
O
emails
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, emails, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μηνύματα, μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
enabling
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέποντας, επιτρέπει, που επιτρέπει, επιτρέπουν, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhanced
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενισχυμένη, ενισχυμένης, αυξημένη, ενισχυμένο, βελτιωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancements
/enˈhansmənt/ = NOUN: απορρόφηση;
USER: βελτιώσεις, αξεσουάρ, βελτιώσεων, βελτιώσεις που, εξαρτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancer
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entries
/ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση;
USER: καταχωρήσεις, εγγραφές, καταχωρήσεων, καταχωρίσεις, συμμετοχές
GT
GD
C
H
L
M
O
entry
/ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση;
USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
GT
GD
C
H
L
M
O
especially
/ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά;
USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
excel
/ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ;
USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel
GT
GD
C
H
L
M
O
excess
/ɪkˈses/ = NOUN: υπέρβαση, υπερβασία, ακρότητα;
ADJECTIVE: υπερβολή, υπερβολικός, υπέρβαρος;
USER: υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, υπερβαίνει, περίσσειας
GT
GD
C
H
L
M
O
expenditure
/ikˈspendiCHər/ = NOUN: δαπάνη, έξοδος;
USER: δαπάνη, δαπάνες, δαπανών, τις δαπάνες, των δαπανών
GT
GD
C
H
L
M
O
extended
/ɪkˈsten.dɪd/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: Εκτεταμένη, εκτεταμένο, παρατεταμένη, όλο, όλο το
GT
GD
C
H
L
M
O
extending
/ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: επέκταση, παράταση, εκτείνεται, την επέκταση, την παράταση
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
extra
/ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον;
ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος;
USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο
GT
GD
C
H
L
M
O
fax
/fæks/ = NOUN: φαξ;
USER: φαξ, fax, με φαξ, αποστολή φαξ, στείλετε με φαξ
GT
GD
C
H
L
M
O
features
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
fell
/fel/ = NOUN: τομάρι ζώου;
VERB: καταρρίπτω, σωριάζω;
USER: έπεσε, μειώθηκαν, μειώθηκε, έπεσαν, υποχώρησε, υποχώρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
filed
/faɪl/ = VERB: λιμάρω, ρινίζω, αρχειοθέτω, ταξινομώ αρχεία, βαδίζω κατά σειρά;
USER: κατατεθεί, κατατίθενται, κατέθεσε, που κατατέθηκε, κατατέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
finish
/ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία;
VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ;
USER: φινίρισμα, τέλος, τελειώνω, τελειώσει, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
fire
/faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά;
VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω;
USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
firewall
/ˈfaɪə.wɔːl/ = USER: firewall, τείχους προστασίας, τείχος προστασίας, τείχος, τείχους
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
fixed
/fɪkst/ = ADJECTIVE: σταθερός, καθορισμένος, πάγιος, ακίνητος, τακτός;
USER: καθορίζεται, καθοριστεί, σταθερό, καθορίζονται, καθορισθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
freehold
= NOUN: ελεύθερο κτήμα;
USER: ιδιόκτητων, freehold, ιδιόκτητης, ιδιόκτητη, πλήρη κυριότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
functional
/ˈfʌŋk.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός;
USER: λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
GT
GD
C
H
L
M
O
functionality
/ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργικότητα, λειτουργικότητας, λειτουργία, λειτουργίες, τη λειτουργικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
further
/ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον;
ADJECTIVE: απώτερος;
VERB: προάγω;
USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generating
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παραγωγής, δημιουργία, παραγωγή, δημιουργώντας, τη δημιουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
goods
/ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα;
USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
GT
GD
C
H
L
M
O
growth
/ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος;
USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
helps
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
house
/haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή;
VERB: στεγάζω, εστιώ;
USER: σπίτι, κατοικία, οικία, σπιτιού, το σπίτι, το σπίτι
GT
GD
C
H
L
M
O
hybrid
/ˈhaɪ.brɪd/ = NOUN: υβρίδιο, μικτογενής, μιγάς;
USER: υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδική
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
immutability
/ɪˈmjuː.tə.bl̩/ = NOUN: αμετάβλητο, σταθερότητα;
USER: αμετάβλητο, ανεκκλήτου, ανακλητού, αμεταβλητότητα, το αμετάβλητο
GT
GD
C
H
L
M
O
import
/ɪmˈpɔːt/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα;
VERB: εισάγω;
USER: εισαγωγή, εισαγωγής, εισάγουν, εισαγάγετε, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
imports
/ˌpær.ə.lel ˈɪm.pɔːts/ = NOUN: εισαγωγή, σημασία, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα;
USER: εισαγωγές, οι εισαγωγές, εισαγωγών, των εισαγωγών, τις εισαγωγές
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
initialisation
= USER: αρχικοποίηση, εκκίνησης, αρχικοποίησης, εκκίνηση, ενεργοποιούνται για πρώτη"
GT
GD
C
H
L
M
O
initialization
/ɪˈnɪʃəlaɪz/ = USER: αρχικοποίηση, προετοιμασία, αρχικοποίησης, εκκίνηση, προετοιμασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
install
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήσει, εγκαταστήστε, εγκαταστήσετε το
GT
GD
C
H
L
M
O
installed
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
interesting
/ˈɪn.trəs.tɪŋ/ = ADJECTIVE: ενδιαφέρων;
USER: ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduced
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισήγαγε, εισάγεται, θεσπίστηκε, εισήχθη, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
introduction
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
introductions
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: Εισαγωγές, εισαγωγή, παρουσιάσεις, συστάσεις, εισαγωγών
GT
GD
C
H
L
M
O
invoice
/ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ;
VERB: τιμολογώ;
USER: τιμολόγιο, τιμολογίου, τιμολόγιο που, τιμολογίων
GT
GD
C
H
L
M
O
invoices
/ˈɪn.vɔɪs/ = NOUN: τιμολόγιο, μπίλ;
USER: τιμολόγια, τιμολογίων, τα τιμολόγια, των τιμολογίων, τιμολόγια που
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
item
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: είδος, στοιχείο, σημείο, αντικείμενο, προϊόν
GT
GD
C
H
L
M
O
items
/ˈaɪ.təm/ = NOUN: είδος, είδος κονδύλιον, χωριστό πράγμα, σημείωμα;
USER: στοιχεία, αντικείμενα, αντικειμένων, είδη, τα στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
journal
/ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων;
USER: εφημερίδα, ημερολόγιο, περιοδικό, Εφημερίδα αριθ., περιοδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
journals
/ˈdʒɜː.nəl/ = NOUN: εφημερίδα, ημερολόγιο, οδοιπορία, στροφέας άξονα, ημερολόγιο διάφορων πράξεων;
USER: περιοδικά, περιοδικών, επιστημονικά περιοδικά, εφημερίδες
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
keyboard
/ˈkiː.bɔːd/ = NOUN: πληκτρολόγιο, κλειδιά;
USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, πληκτρολόγιό, του πληκτρολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
keypad
/ˈkiː.pæd/ = USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, του πληκτρολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
keypads
/ˈkiː.pæd/ = USER: πληκτρολόγια, πληκτρολογίων, πλήκτρων
GT
GD
C
H
L
M
O
keys
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρα, κλειδιά, κλειδιών, τα πλήκτρα, τα κλειδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
land
/lænd/ = NOUN: γη, χώρα, ξήρα;
ADJECTIVE: χερσαίος;
VERB: ξεμπαρκάρω, αποβιβάζω, αποβιβάζομαι;
USER: γη, χώρα, γης, της γης, εκτάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
larger
/lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων;
USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
later
/ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα;
NOUN: βραδύτερο;
ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος;
USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
ledger
/ˈledʒ.ər/ = NOUN: καθολικό, κατάστιχο, καθολικό λογιστική;
USER: καθολικό, βιβλίο, καθολικού, βιβλίου, γενικού καθολικού
GT
GD
C
H
L
M
O
length
/leŋθ/ = NOUN: μήκος, διάρκεια;
USER: μήκος, διάρκεια, μήκους, το μήκος, μήκος της
GT
GD
C
H
L
M
O
lengths
/leŋθ/ = NOUN: μήκος, διάρκεια;
USER: μήκη, μηκών, μήκος, μήκους, μήκη των
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
license
/ˈlaɪ.səns/ = NOUN: άδεια, άδεια, επαγγελματική άδεια, επαγγελματική άδεια, υπερβολική ελευθερία, υπερβολική ελευθερεία;
VERB: δίδω άδεια, δίδω άδεια;
USER: άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
lifecycle
/ˈlaɪsənsər/ = USER: κύκλου ζωής, διάρκεια του κύκλου ζωής, του κύκλου ζωής, κύκλο ζωής, τον κύκλο ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
likes
/laɪk/ = VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
USER: αρέσει, συμπαθεί, του αρέσει, θέλει, αρέσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
lines
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του
GT
GD
C
H
L
M
O
link
/lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος;
VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
lists
/lɪst/ = NOUN: παλαίστρα, κονίστρα, τόπος αγώνων;
USER: λίστες, καταλόγους, κατάλογοι, καταλόγων, λιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
lower
/ˈləʊ.ər/ = ADJECTIVE: χαμηλότερος;
VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω;
USER: μείωση, χαμηλότερο, χαμηλότερα, μειώσει, μειώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacture
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: κατασκευή, παραγωγή, βιομηχανία;
VERB: κατασκευάζω, παράγω;
USER: κατασκευή, παραγωγή, την κατασκευή, παρασκευή, Κατασκευάζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturer
/ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης;
USER: κατασκευαστής, κατασκευαστή, παραγωγός, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
match
/mætʃ/ = NOUN: αγώνας, ματς, σπίρτο, ταίρι, πάλη, πυρείο, ισόπαλος, γάμος, συνοικέσιο;
VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι;
USER: αγώνας, ματς, ταιριάζει, ταιριάζουν, αντιστοιχούν
GT
GD
C
H
L
M
O
matching
/ˈmætʃ.ɪŋ/ = VERB: ταιριάζω, νυμφεύω, αντιπαραβάλω, αντιπαραβάλομαι;
USER: ταιριάζουν, αντιστοίχιση, αντιστοιχία, ταίριασμα, που ταιριάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
meaningful
/ˈmiː.nɪŋ.fəl/ = ADJECTIVE: βαρυσήμαντος, γεμάτος σημασία;
USER: νόημα, ουσιαστική, ουσιαστικές, έχει νόημα, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
meant
/mēn/ = VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω;
USER: σήμαινε, εννοείται, σημαίνει, γραφτό, νοείται, νοείται
GT
GD
C
H
L
M
O
minimized
/ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω;
USER: ελαχιστοποιείται, ελαχιστοποιούνται, ελαχιστοποιηθεί, ελαχιστοποιηθούν, ελαχιστοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
mode
/məʊd/ = NOUN: τρόπος, μόδα, συρμός;
USER: τρόπος, λειτουργία, τρόπο, κατάσταση, λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
module
/ˈmɒd.juːl/ = NOUN: μονάδα μέτρησης;
USER: μονάδα, ενότητα, ενότητας, μονάδας, λειτουργική μονάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
monitor
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = NOUN: μηνυτής, προειδοποιητής, ελεγκτής εκπομπών, πρωτόσχολος, επιμελητής τάξης;
USER: παρακολουθεί, παρακολούθηση, παρακολουθούν, την παρακολούθηση, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
mouse
/maʊs/ = NOUN: ποντίκι, ποντικός;
VERB: κυνηγώ ποντίκους;
USER: ποντίκι, ποντικός, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
GT
GD
C
H
L
M
O
moving
/ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση;
ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός;
USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
ms
/miz/ = USER: ms, κράτη μέλη, Μισισιπής, ΚΜ, κρατών μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
names
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
note
/nəʊt/ = NOUN: σημείωμα, σημείωση, νότα, προσοχή, παρατήρηση, σημείο, υπόμνημα, τραπεζογραμμάτιο, γραμμάτιο, διάκριση, εγκόπτων;
VERB: σημειώνω, διαπιστώνω, παρατηρώ;
USER: σημείωση, σημειώνω, σημείωμα, προσοχή, διαπιστώνω
GT
GD
C
H
L
M
O
nov
/nəʊˈvem.bər/ = USER: Νοέμβριος, Νοέμβριο, Νοέμβρης, Νοέμβρη, Νοέμ
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
numeric
/njuːˈmerɪk/ = ADJECTIVE: αριθμητικός;
USER: αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητική, αριθμητικά, αριθμητικές
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
ok
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
USER: εντάξει, ok, ΟΚ, κουμπί OK, OK για
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
overall
/ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός;
ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα;
USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
overview
/ˈəʊ.və.vjuː/ = USER: Επισκόπηση, Γενικά, σας Γενικά, γενικές πληροφορίες, ανασκόπηση
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
ownership
/ˈəʊ.nə.ʃɪp/ = NOUN: ιδιοκτησία, κυριότητα, κυριότης;
USER: κυριότητα, ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας, κυριότητας, κατοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
pack
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω;
USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
partners
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
passwords
/ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης;
USER: κωδικών πρόσβασης, κωδικούς πρόσβασης, κωδικοί πρόσβασης, κωδικούς, passwords
GT
GD
C
H
L
M
O
pc
/ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ
GT
GD
C
H
L
M
O
pee
/piː/ = NOUN: κατούρημα;
USER: κατούρημα, κατουρήσει, κατουρήσω, ουρήσει, τσίσα
GT
GD
C
H
L
M
O
period
/ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια;
USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
phases
/feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις;
USER: φάσεις, φάσεων, στάδια, τις φάσεις, φάση
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
picked
/pɪk/ = ADJECTIVE: καθαρισμένος, εκλεκτός;
USER: διάλεξε, πήρε, συλλέγονται, πήραν, διαλέξει
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
posted
/ˈpəʊs.tɪd/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: δημοσιεύτηκε, αναρτήθηκε, posted, αναρτηθεί, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
posting
/ˈpəʊ.stɪŋ/ = VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: απόσπαση, απόσπασης, ανάρτηση, την απόσπαση, σημειώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
pressing
/ˈpres.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πιεστικός, φορτικός;
NOUN: επείγων, αντίτυπο δίσκου;
USER: πιέζοντας, πατώντας, πάτημα, συμπίεση, το πάτημα
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
price
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
progress
/ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή;
VERB: προχωρώ, προοδεύω;
USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
provider
/prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός;
USER: προμηθευτής, πάροχος, παροχής, πάροχο, φορέα παροχής
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
purely
/pjʊə.li/ = ADVERB: καθαρώς, αγνώς;
USER: καθαρώς, καθαρά, αμιγώς, αποκλειστικά, απλώς
GT
GD
C
H
L
M
O
raise
/reɪz/ = NOUN: αύξηση;
VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, αυξηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
raised
/reɪz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: έθεσε, ανέκυψαν, εγείρει, προέβαλε, τέθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
realized
/ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ;
USER: συνειδητοποίησε, υλοποιηθεί, συνειδητοποίησα, πραγματοποιηθεί, συνειδητοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reconciliation
/ˌrek.ənˌsɪl.iˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συμφιλίωση, συμβιβασμός, συνδιαλλαγή;
USER: συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συμφωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
record
/rɪˈkɔːd/ = NOUN: ρεκόρ, καταγραφή, μητρώο, ιστορικό, πρακτικά, έγγραφο, σημείωμα, αναγραφή, δίσκος φωνογράφου;
VERB: καταγράφω, ηχογραφώ, εγγράφω, αναγράφω, φωνογραφώ, καταχωρίζω;
USER: ρεκόρ, μητρώο, καταγραφή, ιστορικό, πρακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
relate
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: αφορούν, σχετίζονται, αναφέρονται, σχετίζονται με, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
related
/rɪˈleɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: συγγενεύων;
USER: που σχετίζονται, σχετίζονται, σχετίζεται, αφορούν, συνδέονται
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
remote
/rɪˈməʊt/ = ADJECTIVE: μακρινός, απομεμακρυσμένος, απόμερος, μακρυνός;
USER: μακρινός, απομακρυσμένες, απομακρυσμένο, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
reports
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
represent
/ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω;
USER: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύουν, αποτελούν, αντιπροσωπεύει, εκπροσωπούν
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
resource
/rɪˈzɔːs/ = NOUN: πόρος, μέσο, εφευρετικότητα, προσόν;
USER: πόρος, πόρων, των πόρων, πόρο, πόρου
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
revenue
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, Τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
reverse
/rɪˈvɜːs/ = NOUN: αντίστροφο, πάθημα, αντίστροφη όψη, ατυχία, αντιξοότης, αντιξοότητα, ήττα;
ADJECTIVE: αντίστροφος;
VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ;
USER: αντίστροφο, αντιστραφεί, αντιστρέψει, αναστροφή, αντιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sale
/seɪl/ = NOUN: πώληση, εκπτώσεις, πώλησις, ευκαιρία;
USER: πώληση, πώλησης, Τιμή πώλησης, Τιμή πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
sap
/sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος;
VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω;
USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
scope
/skəʊp/ = NOUN: έκταση, περιθώριο, σκοπός, πεδίο δράσης, πρόθεση, ευκαιρία, βλέψη, στάδιο, θέα;
USER: έκταση, περιθώριο, πεδίο δράσης, σκοπός, πεδίο εφαρμογής
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
screenshot
= USER: screenshot, στιγμιότυπο, στιγμιότυπο οθόνης, οθόνης, Στιγμιότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
securely
/sɪˈkjʊə.li/ = ADVERB: ασφαλώς;
USER: ασφαλώς, ασφάλεια, με ασφάλεια, καλά, ασφαλή
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
separate
/ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός;
VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι;
USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
GT
GD
C
H
L
M
O
series
/ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά;
USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
session
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
sets
/set/ = NOUN: σκηνικά;
USER: σύνολα, σετ, συνόλων, σειρές, ομάδες, ομάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
settings
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
ship
/ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι;
VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω;
USER: πλοίο, μεταφέρει, στείλουμε, πλοίων, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
shipped
/ʃɪp/ = VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω;
USER: αποστέλλονται, αποστολή, που αποστέλλονται, απεστάλησαν, αποσταλεί
GT
GD
C
H
L
M
O
shipping
/ˈʃɪp.ɪŋ/ = NOUN: αποστολή, ναυτιλία, φόρτωση;
ADJECTIVE: ατμοπλοϊκός;
USER: ναυτιλία, αποστολή, Γραμματοσήμανση αλληλογραφίας, αποστολής, ναυτιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
sign
/saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
simpler
/ˈsɪm.pl̩/ = USER: απλούστερη, απλούστερο, απλούστερες, απλούστερα, απλό
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
sizes
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μεγέθη, τα μεγέθη, μεγεθών, μέγεθος, μεγέθους
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
sold
/səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι;
USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sources
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
specify
/ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω;
USER: καθορίσετε, προσδιορίζουν, προσδιορίζει, καθορίστε, καθορίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
split
/splɪt/ = NOUN: σπλιτ, διαίρεση, σχίσμα, σχισμή;
VERB: χωρίζω, σχίζω;
ADJECTIVE: σχιστός, σχισμένος;
USER: διαίρεση, χωρίζεται, χωρίσει, χωριστεί, διάσπαση
GT
GD
C
H
L
M
O
spreadsheet
/ˈspred.ʃiːt/ = USER: φύλλο, υπολογιστικό φύλλο, υπολογιστικών φύλλων, φύλλων, φύλλου
GT
GD
C
H
L
M
O
stage
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
stages
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
struggle
/ˈstrʌɡ.l̩/ = NOUN: πάλη, αγών;
VERB: αγωνίζομαι, παλαίω;
USER: πάλη, αγωνίζομαι, αγωνίζονται, αγωνιστεί, αγωνίζονται για
GT
GD
C
H
L
M
O
sub
/sʌb/ = PREFIX: υπο-;
USER: sub, υπο, υποκατηγορίες, επιμέρους, υπό
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
summarize
/ˈsʌm.ər.aɪz/ = VERB: συνοψίζω;
USER: συνοψίζω, συνοψίζουν, συνοψίσει, συνοψίσουμε, συνοψίσω
GT
GD
C
H
L
M
O
suppliers
/səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτές;
USER: προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών
GT
GD
C
H
L
M
O
supplies
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια;
USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού
GT
GD
C
H
L
M
O
supply
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθεια, ανεφοδιασμός, εφόδιο;
VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω;
USER: προμήθεια, παρέχουν, παρέχει, παροχή, παράσχει
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tab
/tæb/ = NOUN: πουκάμισο με κοντά μανίκια, κοντομάνικη μπλούζα;
USER: καρτέλα, Στην καρτέλα, tab, καρτέλας, tab για
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
thank
/θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ;
USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
topics
/ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα;
USER: θέματα, τα θέματα, θεμάτων, θέματα που, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
tops
/tɒp/ = ADJECTIVE: άριστος, έξοχος;
USER: κορυφές, Μπλούζες, Μπλουζάκια, tops, Τοπς
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
transactions
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
transparency
/tranˈsparənsē/ = NOUN: διαφάνεια;
USER: διαφάνεια, διαφάνειας, τη διαφάνεια, της διαφάνειας, η διαφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
triggered
/ˈtrɪɡ.ər/ = VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη;
USER: ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, προκάλεσε, πυροδότησε, ενεργοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
try
/traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω;
NOUN: δοκιμή, προσπάθεια;
USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
turn
/tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος;
VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
umbrella
/ʌmˈbrel.ə/ = NOUN: ομπρέλα, ομπρέλλα, αλεξήλιο, αλεξιβρόχιο;
USER: ομπρέλα, ομπρέλας, αιγίδα, umbrella, ομπρέλες
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
update
/ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω;
USER: ενημέρωση, ενημερώσετε, ενημερώνει, ενημερώνουν, επικαιροποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
updates
/ʌpˈdeɪt/ = USER: ενημερώσεις, ενημερώσεων, ανανεώσεις, ενημέρωση, ενημερωμένες εκδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
upgrade
/ʌpˈɡreɪd/ = VERB: αναβαθμίζω;
NOUN: ανήφορος;
USER: αναβάθμιση, την αναβάθμιση, αναβάθμιση των, αναβαθμίσετε, αναβαθμίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
uses
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
videos
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
USER: βίντεο, videos, τα βίντεο, ονομάζεται, φωτογραφιών
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
welcome
/ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις;
VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος;
USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
windows
/ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο;
USER: παράθυρα, windows, παραθύρων, τα παράθυρα, τζάμια
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
499 words